Παρά την έλλειψη ενός ευκρινούς ορισμού που να χρησιμοποιείται από όλους τους ερευνητές, μελέτες αναφέρουν ότι ο αριθμός των περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης ανάμεσα σε άτομα με Νοητική Αναπηρία (ΝΑ) είναι υψηλότερος συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό, π.χ. 1 στα 10 παιδιά στη Μεγάλη Βρετανία [1] ενώ στην Αμερική 15000 ως 19000 άτομα με ΝΑ φαίνεται ότι πέφτουν θύματα βιασμού κάθε χρόνο [2].
Ένα θέμα που συχνά παραπλανεί με σκοπό να δικαιολογήσει τους θύτες σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμού των γυναικών γενικότερα, είναι μια σειρά μύθων που επικεντρώνονται στο ρόλο της γυναίκας-θύματος. Σύμφωνα με αυτούς οι γυναίκες προκαλούν τον βιασμό τους μέσω της εξωτερικής τους εμφάνισης ή της συμπεριφοράς τους. Θεωρείται ακόμη ότι η σεξουαλική κακοποίηση συμβαίνει μόνο σε συγκεκριμένη ομάδα γυναικών, ή ότι οι γυναίκες λένε ψέματα για το γεγονός ή τέλος ότι μόνο διεστραμμένοι άνδρες κακοποιούν γυναίκες σε απόμερα μέρη.
Στο βιβλίο της με τίτλο «Sexuality and women with learning disabilities» η McCarthy τονίζει τη σημασία που έχει η αναγνώριση του ρόλου του θύτη ως τέτοιου, χωρίς δικαιολογίες και μετατόπιση ευθυνών. Η αναγνώριση αυτή έχει τεράστια σημασία κυρίως γιατί έχει επιπτώσεις στον σχεδιασμό της πολιτικής παρέμβασης. Η πραγματική διάσταση των περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης και κατ’ επέκταση οι απόψεις της κοινωνίας για το χαρακτηρισμό των υπαίτιων, καθορίζουν το είδος των υπηρεσιών αντιμετώπισης και υποστήριξης των θυμάτων [3]. Όσον αφορά τον πληθυσμό με ΝΑ η παραπάνω συγγραφέας θεωρεί ιδιαίτερα σημαντική τη διάκριση μεταξύ της νομικής πλευράς της κακοποίησης και της ανισότητας στη σχέση, όπου ένα άτομο ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ανάγκες εις βάρος ενός άλλου.
Μελετώντας τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης ατόμων με ΝΑ μπορούμε να επισημάνουμε ορισμένους παράγοντες που τα κάνουν ιδιαίτερα επιρρεπή στη συγκεκριμένη μορφή εκμετάλλευσης. Κατ’ αρχήν, δείχνουν μεγάλη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, τόσο στους ξένους όσο και στους γνωστούς γεγονός που τα κάνει εύκολους στόχους. Επίσης πολλές φορές δυσκολεύονται να διακρίνουν τα όρια της σχέσης που έχουν με αυτούς που τα φροντίζουν. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι πιο εκδηλωτικά ή τρυφερά μαζί τους με αποτέλεσμα να διευκολύνουν τη δημιουργία των συνθηκών μιας κακοποίησης. Επίσης, ίσως περνάνε λανθασμένα μηνύματα όσον αφορά τις επιθυμίες τους και τη διάθεσή τους και κατά συνέπεια να δίνουν στους θύτες την αφορμή που ζητάνε για να τα εκμεταλλευτούν. Ένας άλλος λόγος που κάνει τα άτομα με ΝΑ πιο επιρρεπή στην εκμετάλλευση και τονίζει την ανισότητα της σχέσης είναι ότι έχουν την τάση να συμπεριφέρονται με περισσή παθητικότητα και υπακοή, περισσότερο από τους συνομηλίκους τους χωρίς ΝΑ, γεγονός που ίσως τους οδηγεί στο να δέχονται χωρίς πολλές αντιρρήσεις την ασέλγεια. Επιπλέον, δεν έχουν ιδιαίτερα αναπτυγμένη την κρίση τους, εξαρτώνται για πολλές δραστηριότητες της καθημερινής τους ζωής από άλλους, και διακρίνονται από συναισθηματική και κοινωνική ανασφάλεια γεγονός που τους καθιστά ευάλωτους απέναντι σε πιθανούς δράστες [4].
Η δυνατότητα που έχουν τα άτομα με ΝΑ να αποκαλύψουν ένα περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης φαίνεται να είναι περιορισμένη αν σκεφτεί κανείς τη διαδικασία – ή την έλλειψη διαδικασίας – αναφοράς, καταγγελίας και διερεύνησης ενός τέτοιου περιστατικού. Όπως έχει επίσης υποστηριχθεί και θα συζητηθεί στη συνέχεια, τα περισσότερα άτομα με ΝΑ δεν είναι επαρκώς ενημερωμένα για θέματα σεξουαλικότητας και ερωτικών σχέσεων με αποτέλεσμα να μην μπορούν να διακρίνουν την εκμετάλλευση από τη συγκατάβαση [5]. Πολλοί από αυτούς τους λόγους που προσδιορίζουν τα άτομα με ΝΑ ως πληθυσμό υψηλού κινδύνου φαίνεται να είναι κοινοί με τους παράγοντες που τονίζονται από την Αγάθωνος-Γεωργοπούλου (1998) ως ευνοϊκοί για τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών.
Η χαμηλή γενικά κοινωνική θέση που έχουν τα άτομα με ΝΑ δημιουργεί την εντύπωση ότι η σεξουαλική τους κακοποίηση είναι λιγότερο σοβαρή από αυτή άλλων ανθρώπων χωρίς ΝΑ [6] και συνεπώς οι δράστες τέτοιων περιστατικών μπορεί να «τη γλιτώνουν» [7]. Οι Dunne και Power (1990) υποστήριξαν περισσότερο αυτό το επιχείρημα δηλώνοντας ότι ο μύθος της υπερ-σεξουαλικότητας που έχει στιγματίσει τα άτομα με ΝΑ ίσως δημιουργεί ένα άλλοθι για τους πιθανούς δράστες κάνοντάς τους να ξεπερνούν τις όποιες επιφυλάξεις τους εναντίον της κακοποίησης.
Μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες των γονέων που έχουν παιδί με ΝΑ είναι η πιθανότητα σεξουαλικής κακοποίησης του παιδιού τους από έναν άγνωστο. Υπάρχουν στοιχεία που υποστηρίζουν ότι στην πλειονότητά τους οι δράστες που έχουν κακοποιήσει ένα άτομο με ΝΑ είναι πρόσωπα οικεία. Παρά τη διακύμανση των ποσοστών, που υποδεικνύουν συγγενείς, προσωπικό υπηρεσιών φροντίδας ή άλλα άτομα με ΝΑ, φίλους, γείτονες ή συντρόφους ως υπεύθυνους σεξουαλικής κακοποίησης αυτά παραμένουν ιδιαίτερα υψηλά [8]. Από την άλλη πλευρά μόνο το 2% ως 5% των αγνώστων έχουν αναφερθεί ως δράστες σεξουαλικής κακοποίησης εναντίον ατόμων με ΝΑ. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία οι δράστες είναι συνήθως πρόσωπα τα οποία τα θύματα γνωρίζουν και εμπιστεύονται γεγονός που υποστηρίζει το επιχείρημα ότι η σεξουαλική κακοποίηση αντικατοπτρίζει και την εκμετάλλευση μιας σχέσης εξουσίας και εμπιστοσύνης [9].
Για παράδειγμα, ο Shepperdson (1995) αναφέρει ότι ένα νεαρό κορίτσι στη Μεγάλη Βρετανία έπεσε θύμα κακοποίησης από ένα θετό συγγενή ενώ καταγράφει κι ένα άλλο περιστατικό βιασμού από μέλος του προσωπικού σε υπηρεσία για άτομα με ΝΑ. Στην ενδιαφέρουσα έκθεση για τη σεξουαλική βία κατά γυναικών και παιδιών στην Ελλάδα ο Τσιγκρής (2002) θεωρεί ότι θα πρέπει να γίνεται διάκριση των υποθέσεων με βάση τη σχέση γνωριμίας θύτη και θύματος υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί το ίδιο θεωρητικό μοντέλο βιασμού μεταξύ γνωστών και αγνώστων ατόμων. Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν το επιχείρημα ότι η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών και αυτή των ατόμων με ΝΑ έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, η χρήση του θεωρητικού μοντέλου διάκρισης περιστατικών βάση του βαθμού γνωριμίας θύτη – θύματος, θα μπορούσε να αποτελέσει μια δόκιμη εφαρμογή για τις υποθέσεις κακοποίησης ατόμων με ΝΑ.
Στην Ελλάδα, ο Νιτσόπουλος (1991) αναφέρει έντεκα (11) περιστατικά σεξουαλικής εκμετάλλευσης (4 αγοριών και 7 κοριτσιών). Από αυτά τα περιστατικά, επτά (7) αφορούσαν την αυτό-ικανοποίηση ενός ενήλικα με την παρουσία ενός παιδιού (σε 2 περιπτώσεις του πατέρα) και ερωτικά χάδια μεταξύ του ενήλικα και του παιδιού, τρία (3) αναφέρονταν σε κορίτσια που βιάστηκαν από έναν συγγενή, και 1 στο βιασμό ενός αγοριού. Η οικεία σχέση του θύτη με το θύμα του υποστηρίζεται και από τα στοιχεία της σεξουαλικής παραβίασης των παιδιών αφού στη μελέτη του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, 1 στις 3 περιπτώσεις ο υπαίτιος ήταν μέλος της οικογένειας και 1 στις 3 ήταν ένα οικείο πρόσωπο [10].
Στην πλειονότητά τους οι δράστες κακοποίησης εναντίον ατόμων με ΝΑ είναι άνδρες ενώ τα θύματα είναι γυναίκες [11]. Σύμφωνα με τους McCarthy και Thompson (1997), θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, όπως συμβαίνει και με άλλες ομάδες ανθρώπων, η σεξουαλική κακοποίηση των ατόμων με ΝΑ είναι ένα πρόβλημα που δημιουργείται από τους άνδρες. Ωστόσο, οι δράστες που έχουν ΝΑ και κακοποιούν άλλο άτομο με ΝΑ δεν επιλέγουν τα θύματά τους ανάλογα με το φύλο, δηλαδή ασελγούν τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες με ΝΑ [12]. Αυτό προφανώς έχει σχέση με το επίπεδο γνωστικών ικανοτήτων των ατόμων με ΝΑ: τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες με ΝΑ μπορεί να είναι εξίσου ευπαθείς στην κακοποίηση εάν οι γνωστικές τους ικανότητες είναι χαμηλότερες από του δράστη [13]. Οι Brown και Stein (1997) αναφέρουν ότι οι άνδρες με ΝΑ ασελγούν πιο συχνά συγκριτικά με αυτούς χωρίς ΝΑ και έχουν την τάση να επαναλαμβάνουν την πράξη εναντίον του ίδιου ατόμου αν και συνήθως αυτή περιορίζεται σε θώπευση ή αυνανισμό.
Όσον αφορά στους χώρους όπου μπορεί πιο συχνά να συμβεί ένα περιστατικό κακοποίησης, το «σπίτι» δεν είναι πάντα το ασφαλέστερο μέρος. Πολλές φορές, τα άτομα με ΝΑ κινδυνεύουν περισσότερο να πέσουν θύματα στο χώρο διαβίωσής τους είτε αυτός είναι το οικογενειακό σπίτι είτε ένα ίδρυμα ή σπίτι αυτόνομης διαβίωσης στην κοινότητα [14].
[1] Βλ. Baker & Duncan (1985), Fenwick (1994).
[2] Reynolds (1997). People with mental retardation & sexual abuse. www.disability-abuse.com/cando
[3] McCarthy Μ. (1999:36).
[4] Για τους λόγους που κάνουν τα άτομα με ΝΑ επιρρεπή στην σεξουαλική κακοποίηση βλ. μελέτες του Gardner (1986), των Dunne & Power (1990), των Martin & Martin (1990) του Downey R. (1992) και της Morano (2001).
[5] Βλ. Turk V. & Brown H. (1993), Fenwick (1994), Furey E.M. (1994) και Goldman R.L. (1994).
[6] Brown H. & Craft A. (1989). Thinking the unthinkable: papers on the sexual abuse and people with learning disabilities. London: FPA Education Unit.
[7] McCarthy Μ. & Thompson D. (1997) ο.π.
[8] Εκτενείς αναφορές των ποσοστών της σεξουαλικής κακοποίησης των ατόμων με ΝΑ από οικεία πρόσωπα βλ. Chamberlain κ.α. (1984), Stromsness (1993), Brown H., Stein J. & Turk V. (1995), Turk & Brown (1992), Turk & Brown (1993), Brown H. & Stein J. (1997), Morano J.P.(2001).
[9] Sobsey D. & Doe T. (1991). Patterns of sexual abuse and assault: sexual exploitation of people with disabilities (special issue). Sexuality and Disability, 9:243-259. Επίσης Sgroi S.M. (1982), McCarthy & Thompson (1997), Thompson (1997).
[10] Αγαθωνος-Γεωργοπούλου & Τσάγκαρη (1999:92)
[11] Για τα χαρακτηριστικά των δραστών των περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης βλ. ενδεικτικά Dunne & Power (1990), Brown κ.α. (1994), Griffiths κ.α (1985).
[12] Επίσης Gilby κ.α. (1989), Day K. (1994) & Thompson D. (1997).
[13] Brown H., Stein J. & Turk V. (1995). The sexual abuse of adults with learning disabilities: report of a second two-year incidence survey. Mental Handicap Research, 8(1):3-24.
[14] Βλ. ενδεικτικά μελέτες των Turk & Brown (1992) & (1993), Furey E.M. (1994), Brown H. & Stein J. (1997).
Απόσπασμα από το βιβλίο μου που αναφέρεται σε πτυχές της σεξουαλικότητας ΑμεΑ με τίτλο “Δικαίωμα στο όνειρο”, Εκδόσεις Γλάυκη, 2011